- χαμπάρι
- [хабари] ουσ. о. новость, известие,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χαμπάρι — χαμπάρι, το και χαμπέρι, το (λ. τουρκ.) 1. αγγελία, είδηση: Τι χαμπάρια μας φέρνεις; 2. φρ., «Δεν έχω χαμπάρι», το αγνοώ ολωσδιόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… … Dictionary of Greek
χαμπέρι — το, Ν βλ. χαμπάρι … Dictionary of Greek
χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω … Dictionary of Greek
habar — HABÁR s.n. 1. (În expr.) A nu avea habar (de sau despre ceva) = a) a nu şti nimic, a nu avea nici o idee despre ceva; b) a nu şi face griji, a nu i păsa de ceva. 2. (reg.; în expr.) Cum (ţi )e habarul? = cum (îţi) merge? cum stau lucrurile? – Din … Dicționar Român
χαμπέρι — το βλ. χαμπάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμπαρίζω — 1. παίρνω χαμπάρι, παίρνω είδηση. 2. καταλαβαίνω, κατανοώ: Κάτι χαμπαρίζω και εγώ από αυτοκίνητα. 3. λογαριάζω, υπολογίζω: Δε χαμπαρίζει κανέναν αυτός ο άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)